Κάποτε εκεί στα Δολιανά


Γράφει ο Γιώργος Β. Ντουφεκιάς
Ένα πράγμα δεν ξέρω. Αν ο χρόνος θα σταθεί ικανός να ξεθωριάσει από τη μνήμη ή και να σβήσει ακόμη, γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μας κάποτε... εκεί στα Δολιανά. Είναι κάτι πράγματα που κάποιος δε μπορεί να τα προσπεράσει έτσι.
Βρισκόμαστε κάπου πριν μια δεκαετία από σήμερα. Στα Δολιανά μένουν 8-9 οικογένειες  (δεχόμενοι εδώ ότι η οικογένεια αποτελείται και από ένα ή δύο άτομα). Το αυτοκίνητο φτάνει λίγο πιο κάτω απ’ την κορυφή της Καλλιακούδας (Πλαϊνό). Από κει και κάτω το μονοπάτι. Όλα τα απαραίτητα (ζωοτροφές και ό,τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος για
τη  διατροφή και τη συντήρησή του), κουβαλιούνται από αυτό το μονοπάτι με τα ζώα (μουλάρια, γαϊδάρους). Όλες οι οικογένειες έχουν άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερα ζώα (πρόβατα, κατσίκες).
Για το καλοκαίρι το αυτοκίνητο φτάνει κακήν κακώς μέχρι το τέρμα του. Για το χειμώνα όμως όχι. Όταν έχει ρίξει χιόνι -φαινόμενο συχνό- η απομόνωση είναι ολοκληρωτική. Μοναδικό μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο το τηλέφωνο. Αν αυτό δε λειτουργεί -κι αυτό συμβαίνει συχνά- επικοινωνία προς τα έξω δεν υπάρχει.
Αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στο γνωστό χώρο του χωριού. Οι ασχολίες τους με τα ζώα τους και τα χωράφια τους. Μόνιμος τόπος συνάντησής τους, και μέσο ψυχαγωγίας συνάμα, το «μαγαζί», που υπάρχει εδώ. Αυτό εκτός από τα διάφορα είδη μπακαλικής, προσφέρει κι άφθονο γνήσιο τσίπουρο, ούζο, κονιάκ και λουκούμι. Εδώ είναι ο χώρος που κάθε βράδυ μαζεύονται οι χωριανοί για να πιούν και να κουβεντιάσουν. Αν κάποιος λείψει κάποιο βράδυ, θα συζητηθεί για το τι να συμβαίνει. Σ’ αυτό το χώρο παίρνονται και όλες οι αποφάσεις που αφορούν στα κοινά. Το καθάρισμα των δρόμων, των αυλακιών, τη λειτουργία του νερόμυλου κ.τ.λ. (Έχει μείνει μια χαρακτηριστική φράση:  για το μύλο δεν είπαμε τίποτα).
Δεν έχω συναντήσει αλλού -κι ούτε ξέρω αν θα συναντήσω- κάτι που συνέβαινε εδώ: Τη συνεργασία και την ομόνοια αυτών των λίγων ανθρώπων. Ήταν παραμυθένια. Αν έλεγαν κάτι, το τηρούσαν όλοι μαζί κατά γράμμα. «Αύριο θα πάμε στο αυλάκι στο μύλο» έλεγαν. Όλοι μαζί πήγαιναν. «Αύριο θα καθαρίσουμε το δρόμο για την Καλλιακούδα». Όλοι μαζί την άλλη μέρα πήγαιναν στο δρόμο.
Τα μονοπάτια την άνοιξη καθαρίζονταν απ’ τις καταπτώσεις του χειμώνα, το ίδιο και τα αυλάκια. Οποιοδήποτε άλλο θέμα που αφορούσε στα κοινά το αντιμετώπιζαν όλοι μαζί, έπειτα από συνεννόηση. Αν κάποιος χρειαζόταν κάποια βοήθεια, αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα, αυτή την είχε. Το πως λειτουργούσε αυτή η μικρή ομάδα ανθρώπων θα μου μείνει αξέχαστο. Ίσως για τους κοινωνιολόγους αυτή η περίπτωση αποτελούσε κάτι το ξεχωριστό.
Αυτή η μικρή κοινωνία ανθρώπων, ίσως είχε εκ των πραγμάτων συνηθίσει σε μια τέτοιου είδους λειτουργία, έτσι ώστε όλα να αντιμετωπίζονται από κοινού.
Δύσκολη όντως η ζωή τους και σκληρή έβρισκαν  έβρισκαν όμως τον τρόπο και μετρίαζαν αυτή την κατάσταση. Μέσα από τις καθημερινές ασχολίες και κινήσεις τους, αβίαστα ξεπηδούσε μ’ έναν ασυνήθιστο αυθορμητισμό το χιούμορ, που δημιουργούσε σκηνές ανάλογες. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: Ο μπαρμπα- Τάσος (Τάσος Παπαστάθης) τα καλοκαίρια έβγαινε στο μαγαζί αργά, όταν ο ήλιος είχε φύγει. Ο μπάρμπα-Σταύρος (Βαστάκης Σταύρος) έλεγε, όταν τον έβλεπε να έρχεται προς το αλώνι που καθόμασταν (στην κορυφή του χωριού): «Σαν ένα γαϊδούρι που είχε στην Καστανούλα κάποιος Τσέλιος. Όταν ζέρβωνε (έφευγε ο ήλιος), έβγαινε και κείνο έξω απ’ το καλύβι του». Οι άνθρωποι αυτοί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σ’ αυτόν τον τόπο. Οι πιο πολλοί δεν είχαν φύγει καθόλου απ’ το χωριό. Όλη η ζωή τους στα Δολιανά. Αυτόν τον τόπο τον είχαν αγαπήσει. Είχαν δεθεί με το κάθε τι γύρω τους. Είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από δω να ζήσουν κάπου αλλού, τουλάχιστον πιο ξεκούραστα. Αυτό όμως ούτε που το συζητούσαν. Γι’ αυτούς η ζωή ήταν εδώ. Μόνο εδώ αυτή έβρισκε το αληθινό νόημά της. Ένιωθαν το κάθε τι γύρω τους. Αυτός ο μηχανισμός λειτουργίας της φύσης, πρέπει να είχε μπει για τα καλά μέσα τους. Η επικοινωνία τους μ’ αυτή ήταν δεδομένη σίγουρα. Ήθελαν να βλέπουν το δέντρο να ανθίζει, το κλήμα στο χωράφι να μεγαλώνει, το καλαμπόκι να καρπίζει, την κατσίκα να μην πεινάει, το σπίτι ολάνοιχτο για τον καθένα.
 Όλα ήταν μέρος του εαυτού τους, αυτής της ίδιας της ύπαρξής τους. Ένα δέσιμο του ανθρώπου με τη φύση που δεν ξέρω αν το συναντούσε κανείς έτσι, αλλού. Μένουν ανεξίτηλα γραμμένοι στη μνήμη μου αυτοί οι άνθρωποι. Ο μπαρμπα-Φώτης (Φώτης Μακρής), με τις ατέλειωτες ιστορίες του απ’ τα περασμένα. Θυμάμαι κάτι ήσυχες αυγουστιάτικες νύχτες, συντροφιά μ’ ένα υπέροχο φεγγάρι και τις ατέλειωτες ιστορίες του μπάρμπα-Φώτη, ανηφορίζαμε με τα μουλάρια την Καλλιακούδα. Ξεκινούσαμε νύχτα, για να μη μας χτυπήσει ο ήλιος στο γυρισμό. Πηγαίναμε μέχρι το Πλαϊνό, (λίγο πιο κάτω απ’ την κορυφή της Καλλιακούδας) και φορτώναμε ζωοτροφές και άλλα είδη. Ο μπάρμπα-Φώτης καβάλα στο μουλάρι, τη Σίβα, μπροστά και εγώ πίσω με το Μάρκο. Μερικές φορές θυμάμαι μας ακολουθούσε κι ο μπάρμπα-Φώντας (Παπαστάθης Ξενοφώντας), με το γαϊδουράκι του. Εκείνο στον κατήφορο πήγαινε κάπως παράξενα και υπήρχε κίνδυνος να γυρίσει το φορτίο.
Ο μπάρμπα-Φώντας για κάθε αρρώστια συνιστούσε και κάποιο χόρτο της φύσης. Ήταν ο πρακτικός γιατρός του χωριού.
Βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς με τις ιστορίες και τη ζωή των χωριανών. Δυο λόγια μόνο για τον καθένα, έτσι για μια απλή θύμηση. Ο μπαρμπα-Τάσος (Παπαστάθης Τάσος), διάβαζε συνέχεια. Σίγουρα αυτός είχε διαβάσει τα περισσότερα βιβλία απ’ τους υπόλοιπους χωριανούς. Αγαπούσε το διάβασμα. Ο μπάρμπα-Σταύρος (Βαστάκης Σταύρος), ήταν αεικίνητος. Τώρα τον έβλεπες εδώ και χωρίς να καταλάβεις πότε τον έβλεπες αλλού. Περπατούσε πολύ γρήγορα και τρεφόταν λιτά. Πάντα έλεγε ωραία αστεία. Ο μπάρμπα-Φάνης (Χάσκος Θεοφάνης), μιλούσε πάντα μετρημένα. Διέθετε ορθή κρίση. Πάντα σκεφτόταν πολύ αυτά που έλεγε. Ο μπάρμπα-Κώστας (Μουτογιάννης Κώστας), πάντα αργομίλητος. Δυσκολευόσουνα να τον παρακολουθήσεις. Ο μπάρμπα-Γιάννης  (Μουτογιάννης Γιάννης), μόνιμη ερώτησή του ήταν: «Τι καιρό θα κάνει σήμερα;». Κι ο Βασίλης Ντουφεκιάς μιλούσε κυρίως για συμβάντα στην Βραζιλία, που είχε πάει.
Η ζωή τους εκεί στα Δολιανά κυλούσε σε ρυθμούς μιας ιδιαίτερης γαλήνης και μιας αυτάρκειας όχι πολυσυναντούμενης. Στα πρόσωπά τους έβλεπες χαραγμένη την εμπειρία μιας ζωής, που την είχαν σημαδέψει: Ο πόλεμος του ΄40-΄41 μ’ όλα τα γνωστά επακόλουθά του, ο εμφύλιος αργότερα με τον ξεριζωμό των πληθυσμών και από τα χωριά μας, ο ξενιτεμός των παιδιών τους σε μακρινά μέρη (κυρίως στο εξωτερικό), σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, η κουραστική και δύσκολη ζωή τους στο χωράφι και στο βουνά. Στο βλέμμα τους αφημένη  μια εγκαρτέρηση και ανησυχία μαζί, απαύγασμα αυτής τους της ζωής. Μια ζωή η οποία πέρασε ανεπιστρεπτί. (Τουλάχιστον έτσι όπως τότε, για κάτι άλλο ας διατηρούμε κάποιες επιφυλάξεις).
Δίπλα σ’ αυτούς τους ανθρώπους μεγάλωσα κι εγώ. Μαζί τους έζησα. Κουράστηκα, χάρηκα, έκλαψα, ήλπισα... Αυτές τις λίγες κουβέντες που γράφω γι’ αυτούς, τις γράφω από κάποια υποχρέωση προς αυτούς. Ας είναι όλα αυτά μια θύμηση για όσους απ’ αυτούς βρίσκονται κάπου σήμερα, και για όσους έφυγαν για πάντα από κοντά μας, κάτι αντί μνημόσυνου. Ο τόπος αυτός που τόσο πολύ τον αγάπησαν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο τον πότισαν με τον ιδρώτα τους, τόσο μόχθησαν γι’ αυτόν, τόσο πολύ έκλαψαν γι’ αυτόν όσοι απ’ αυτούς τελευταία αναγκάστηκαν να τον αφήσουν, ο τόπος αυτός ας μη σβήσει. Ας μην το επιτρέψουμε εμείς, έτσι ως μια υποχρέωσή μας προς αυτούς και μόνο τους ανθρώπους. Μπορούμε να το κάνουμε.

Πηγή: Περιοδικό «Χωριάτικοι Αντίλαλοι», τεύχος 61, σελ. 12,13,14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου