ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΜΕΤΑΞΥ ΔΟΛΙΑΝΩΝ ΚΑΙ ΡΩΣΚΑΣ
 |
Ανδρέας Χάσκος
|
[...]Η γέφυρα αυτή του 1956 παρασύρθηκε από το ποτάμι το
1978, από τότε φωνάζουμε και παρακαλούμε να γίνει πάλι το γεφύρι. Οι απαντήσεις
αόριστες. Και πάντα για μας δεν υπάρχουν πιστώσεις. Έτσι απελπισμένοι οι κάτοικοι
κατέφυγαν πάλι στους πρακτικούς μηχανικούς. Το χωριό, τα Δολιανά, ευτυχώς
διαθέτει έναν τέτοιο μηχανικό, τον Ανδρέα Χάσκο, απόφοιτο της 4ης Δημοτικού του
Πολυτεχνείου Δολιανών. Αυτός έκαμε το σχέδιο, τη μελέτη, διάλεξε την τοποθεσία
και έγραψε τα υλικά που χρειάζονται. Κι αφού όλα ετοιμάστηκαν και μεταφέρθηκαν
τα υλικά άρχισε η εργασία. Η υπόσχεση ήταν πως το γεφύρι σε 15 ημέρες θα
τελειώσει. Θα περνάν άφοβα άνθρωποι και ζώα και θα είναι αιώνιο. Για τις υποσχέσεις καμιά αμφιβολία. Ποιός όμως
θα πληρώσει τα έξοδα; Αλλά και δω Σύλλογος «Καλλιακούδα» πλήρωσε 25.000
δραχ. για την αγορά και τη μεταφορά των υλικών. Άλλα τόσα χρήματα διέθεσε και ή
Νομαρχία Ευρυτανίας. Μηχανικός και χωριανοί εργάστηκαν σκληρά και με κίνδυνο.
Το γεφύρι έγινε. Το ύψος από το ποτάμι 24 μ. το μήκος 22 μ. και το πλάτος 1,50
μ. Όλες οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν.  |
Το γεφύρι το φκιάξαμε ας ξεκουραστούμε.
|
Το γεφύρι στηρίζεται απάνω σε τρία
συρματόσχοινα πού δέθηκαν γερά με σφικτήρες σε λοστούς ατσαλένιους που
μπήχτηκαν βαθειά ατούς βράχους. Ένα απ' αυτά τα σύρματα είναι δώρο του Δ. Μακρή
πού το χρησιμοποιούσε για την ίδια δουλειά στο γεφύρι (βίντζι) πού είχε κάνει
στο μύλο του για να περνάει τα αλέσματα από και προς Ρωσκά. Ποιό ψηλά άπ' αυτά
άλλα δυο xοντρά συρματόσχοινα κρατούν το γεφύρι και σ' αυτά είναι δεμένη ή
συρματόσιτα πού μπήκε στα πλάγια σαν προφυλακτήρας, Το πάτωμα τού γεφυριού
είναι όλο από άγρια ξύλα να μη σαπίζει. Κι αυτά τα ξύλα είναι πάλι δεμένα γερά
μέ χοντρό σύρμα.
Με την ικανότητα του Ανδρέα Χάσκου και τη βοήθεια των κατοίκων λύθηκε
προσωρινά το ζήτημα. Το ποτάμι νικήθηκε. Ντροπιασμένο περνάει κάτω από το
γεφύρι. Και οι εργάτες τρώνε την ψητή γίδα και τραγουδάν για τη νίκη. Μπράβο
τους[...]
 |
Το γεφύρι σήμερα
|
Πηγή: "Από τα Δολιανά και την Κοντίβα", Αθήνα 1980, σελ. 68,69
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΚΑΙ ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
[...]Εδώ που
χτίστηκαν τα χωριά μας για να ζήσουμε δεν πολεμάμε με τη φτώχεια, την
κακοτοπιά, την έλλειψη συγκοινωνίας και τις τόσες άλλες δυσκολίες είμαστε
υποχρεωμένοι να πολεμάμε και με τα στοιχεία της φύσης. Σκληρός και επικίνδυνος
ο αγώνας. Δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας το ποτάμι, ο
Κρικελλοπόταμος. Ένας πόλεμος που άρχισε μ’ αυτόν τον ανυπότακτο εχθρό από τότε
που στέριωσαν τα χωριά μας βαστάει ως τα σήμερα. Το καλοκαίρι είναι ήμερος σαν
αρνί. Μα σαν πιάσουν τα πρωτοβρόχια αφρίζει και φουσκώνει. Βουνά ολόκληρα
κατεβάζει δέντρα ξεριζώνει, ζώα πνίγει, χωράφια καταστρέφει . Ταράζεται ο τόπος
απ' τη βουή του. Σε πιάνει φόβος κι από μακριά να τον αντικρίσεις. Μ’ αυτό το
ποτάμι που μας κόβει τη συγκοινωνία πολεμάμε. Απερίγραφτες οι δυσκολίες να
μεταφερθούν ξύλα, ολόκληρα έλατα να στεριωθεί γεφύρι.
Κι όταν αυτό
το γεφύρι γινόταν η ζωή του ήταν ως τότε που θα ξαναπλημμύριζε το ποτάμι. Η
πρώτη κατεβασιά έπαιρνε το γεφύρι και τα ξύλα οδηγούνταν στον Αχελώο. Αυτό
γινόταν με τα γεφύρια που φκιάναμε στα περάσματα Δολιανών - Ρωσκάς και στης
Κοντίβας - Κόπραινας. Τα γεφύρια που δεν διέτρεχαν φόβο από το ποτάμι ήταν το
Κακογιόφυρο στα Δολιανά κι ο Παλιοσκιάρτης πιό κάτω από την Κοντίβα . Ελάχιστοι,
μετρημένοι , μπορούσαν να περάσουν απάνω σ' αυτά . Αυτά τα γεφύρια βρίσκονταν
σε ύψος 100 μέτρων και παραπάνω από την κοίτη του ποταμού. Κι αν ήταν ανάγκη να
περάσεις έπρεπε να πάς να ξομολογηθείς να μεταλάβεις και να είσαι έτοιμος για
τον άλλο κόσμο. Ένα παραμικρό λάθος αν έκανες στο πέρασμά σου θα βρισκόσουν
αυτοστιγμεί στα νερά στο ποτάμι. Αυτά τα γεφύρια ήταν απρόσιτα σχεδόν για το
σύνολο. Από εκείνα που μπορούσαν κάπως ακίνδυνα να περάσουν οι πολλοί ήταν τα
πρόχειρα που δεν είχαν ύψος να ζαλιστείς. Μα αυτά πάντα είχαν λίγη ζωή και
πάντα όλοι ταλαιπωρούνταν.
Το έτος 1920
ένας εμπειροτέχνης ψευτομηχανικός ο Κων. Γιαννακόπουλος από τα Ψιανά πήγε και
μελέτησε το μέρος μαζί με τον μακαρίτη Γιάννη Ντουφεκιά ειδικόν σε τέτοια
ζητήματα και οι δυο αυτοί έβγαλαν απόφαση πώς σε στενό μέρος, 21 μέτρα, περίπου
και σε ύψος 24 μ. από την κοίτη του ποταμού θα μπορούσαν να φκιάσουν καλό
γεφύρι, τέτοιο που να περνάν και ζώα.. Για το γεφύρι αυτό στα απομνημομεύματά
του ο μακαρίτης Αθ. Βράχας γράφει: «Είχε κατασκευασθεί ξύλινη γέφυρα
μεταξύ Στουρνάρας - Ρωσκάς υπό του Κων. Γιαννακόπουλου τη συνδρομή των κατοίκων
Στουρνάρας υπό του προεδρεύοντος Νικ. Παπαστάθη και εν μέρει εκ των κατοίκων
Ρωσκάς κατά το έτος 1920. Κατόπιν εσάπισαν τα ξύλα και έγινεν ετοιμόρροπος.
Τότε επλήρωσεν ο Αθ. Βράχας τον Ιω. Γ. Ντουφεκιά 1.500 δραχ. και εβοήθησε και
το χωριό δια την ξυλείαν και εγένετο η γέφυρα διατηρηθείσα με μικράς επισκευάς
μέχρι του 1956 οπότε εις καταλληλοτέραν θέσιν διά την διάβασιν των κατοίκων
έγινε υπό του εργολάβου Βήχα άλλη γέφυρα εκ τσιμέντου[...]
Πηγή: "Από τα Δολιανά και την Κοντίβα", Αθήνα 1980, σελ. 64,68
Δολιανά : Ο
μύλος επισκευάστηκε
Γράφει ο Γιώργος Β. Ντουφεκιάς
 |
Από την επισκευή του νερόμυλου |
Στα Δολιανά -γράψει ο Θεοφάνης Σπ. Χάσκος στο βιβλίο του Γιάννη Βράχα «Απ' τα
Δολιανά και την Κοντίβα» – λειτουργούσαν τρεις μύλοι. Ένας του Κων.
Βαστάκη: (παρατσούκλι Μερμύγκα), ένας
των Ντουφεκαίων και ένας
χωριανός. (Ο μόνος που σώζεται μέχρι σήμερα). Ο λόγος εδώ για τον
τελευταίο. Ο χωριανός μύλος μεταφέρΘηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα, από τη
Θέση Παλιόμυλος. Κτίσθηκε δε με συνεισφορά των χωριανών. Συντηρητές του κατά
σειρά ήταν: Ο Κων, Βαστάκης, ο Γιώργος
Ντουφεκιάς, το παιδί του Γιάννης, ο Γιάννης
Σπ. Χάσκος και τελευταίος ο Θεοφάνης Σπ. Χάσκος.
Από τότε όμως
που ο θεοφάνης Σπ. Χάσκος, μακαρίτης τώρα,
έφυγε από το χωριό, μέχρι σήμερα, πέρασαν αρκετά χρόνια. Αυτά τα χρόνια ο μύλος
έμεινε ασυντήρητος, με αποτέλεσμα όχι μόνο ο μηχανισμός του, αλλά και το κτίριο
που στα στεγάζεται να έχει πρόβλημα. Μικροσυντηρήσεις που κατά καιρούς έγιναν από χωριανούς του
πρόσθεσαν λίγη ζωή. Τώρα όμως δεν έβγαζε χρονιά, γιατί μέρος του τοίχου και της στέγης
υποχώρησαν.
Εδώ και μια τριετία, το
Υπουργείο Πολιτισμού, κρίνοντας διατηρητέους τους νερόμυλους, διέθετε χρήματα
για να επισκευαστούν. Έτσι και για το δικό μας μύλο διατέθηκε πίστωση 600.000
δραχμών.
Επειδή όμως ο χρόνος δε σταματούσε χάριν του μύλου
(αφού θέμα χρόνου πλέον ήταν η οριστική κατάπτωσή του), η ανάγκη για να επισκευαστεί ήταν επιτακτική.
Στο χωριό μας όμως δεν είναι αρκετό να
υπάρχουν χρήματα, για να γίνει ένα έργο. Από κει και πέρα υπάρχουν ένα σωρό δυσκολίες. Πού να
βρεθεί εργολάβος αφού τα υλικά δεν μεταφέρονται εύκολα, πού θα μείνουν
οι εργάτες, τί να φάνε, τα χρήματα δεν φτάνουν κι ένα σωρό άλλα εμπόδια. Η λύση όμως
που δόθηκε ήρθε να προστεθεί σε παρόμοιες λύσεις, που κατά καιρούς δόθηκαν σε
διάφορα έργα στο χωριό.
Με συνεισφορά των χωριανών
αγοράστηκαν τα υλικά, μεταφέρθηκαν και έγιναν και οι εργασίες επισκευής του
μύλου. Επιτόπου βρισκόταν η κατσαρόλα και γινόταν το φαγητό. Τραπέζι η
πόρτα του μύλου. Ύπνος στο σχολείο και σε
σπίτια. Δουλειά από το πρωί
μέχρι το βράδυ. Το αποτέλεσμα όμως
εργασιών δικαίωσε τους κόπους.
Ο χρόνος τώρα θα κυλάει
αντάμα με τη μυλόπετρα, αφήνοντας στο
διάβα του τον επισκέπτη να αντικρίζει ένα έργο, που έγινε από ανθρώπους ενός χωριού,
επισκευάστηκε από ανθρώπους ενός χωριού,
θυμίζοντάς του συνάμα τι επιτυγχάνεται με την αποφασιστικότητα και τη θέληση, που γεννάει η αγάπη των
ανθρώπων για το χωριό τους.
Πηγή: Περιοδικό «Χωριάτικοι
Αντίλαλοι», τεύχος 67, σελ. 21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου