Ο γάμος του παλιού καιρού



                                           
                                                           Γράφει ο Γιώργος Β. Ντουφεκιάς

  Η παράδοση ως λειτουργία μεταβίβασης και ενσωμάτωσης στο σήμερα ζωντανών πολιτιστικών στοιχείων του χτες (γλώσσα, ήθη και έθιμα, τρόποι ζωής και ψυχαγωγίας...) αποτελεί την ψυχή κάθε λαού.

Η δημιουργική αξιοποίησή της προϋποθέτει την κριτική προσέγγισή της, η οποία πρέπει να στηρίζεται στην αγάπη και στο σεβασμό της. Ισχύει πάντοτε η εύστοχη άποψη του Παπανούτσου πως οι λαοί πρέπει να κουβαλούν την παράδοσή τους στους ώμους βαδίζοντας πάντα μπροστά.

Προτού όμως την κουβαλήσουμε στους ώμους μας, ας γνωρίσουμε κάτι απ’ αυτή.

Η εργασία που ακολουθεί καταγράφει στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και που αφορούν στο γάμο στα Δολιανά (Στουρνάρα) της Ευρυτανίας.

0 γάμος εκείνου του καιρού ήταν ένα από τα ωραιότερα γεγονότα όχι μόνο γι' αυτούς που παντρεύονταν αλλά και για όλους τους χωριανούς. Σπάζοντας τη ρουτίνα της καθημερινότητας στην κοινωνία του μικρού χωριού, έδινε την ευκαιρία σε όλους να γλεντήσουν και να χαρούν.

Η διάρκειά του ήταν έξι ημέρες. Άρχιζε την Τετάρτη και τελείωνε την Δευτέρα.

 Την πρώτη μέρα στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης  «αναπιάνονταν τα προζύμια». Καλεσμένοι ήταν όλοι οι χωριανοί. Ένας νέος που όριζε ο γαμπρός αναλάμβανε το κάλεσμά τους. Αυτός έπρεπε να έχει μάνα και πατέρα και να είναι ανύπαντρος.

Απαραίτητη για το κάλεσμα ήταν, μια ξύλινη κανάτα που την έλεγαν τσίτσα. Ο νέος τη στόλιζε με βασιλικούς, τριαντάφυλλα, μαντζουράνες και άλλα λουλούδια. Πηγαίνοντας σε κάθε σπίτι, έδινε στον σπιτονοικοκύρη να πιει λίγο κρασί από την τσίτσα και του έλεγε πως είναι καλεσμένος στα προζύμια, στα προικιά, στα στέφανα και στο τραπέζι. «Και στα δικά σου» του εύχονταν όπου πήγαινε.

Αν κάποιος έλειπε απ' το σπίτι του, άφηνε στην πόρτα του ένα λουλούδι, για να καταλάβει πως είναι καλεσμένος.

Όταν ερχόταν το βράδυ ήταν όλα έτοιμα για «να αναπιαστούν τα προζύμια». Στο μεγαλύτερο δωμάτιο του σπιτιού στρώνονταν οι βελέντζες και όλοι οι καλεσμένοι  καθισμένοι σταυροπόδι περίμεναν τη νύφη ή το γαμπρό να φέρει το σκαφίδι, τη σίτα και το αλεύρι. Το τραγούδι καθόριζε και ποιος θα κοσκίνιζε και θα ζύμωνε:

Πυκνόσιτα είν’ τ’ αλεύρια

κι’ αφράτα τα προζύμια
κι’ άγουρας που τ' αναπιάνει
να' χει σύγγενο μεγάλο.

Να όμως που η σίτα ήταν χαλασμένη και το αλεύρι περνούσε ακοσκίνιστο!.. Γι’ αυτό χρειαζότανε μπαλώματα. Δηλαδή χρήματα. Πρώτος «μπάλωνε» τη σίτα ο γαμπρός ή η νύφη. Σταυρώνοντας το αλεύρι έριχνε τα χρήματα στη σίτα. Ακολουθούσαν έπαινοι για το καλό μπάλωμα. Σε λίγο όμως αυτό χαλούσε. Το αλεύρι θα' μενε ακοσκίνιστο. Έτσι άρχιζαν οι προτροπές διάφορες για άλλο μπάλωμα. Το μπάλωμα ερχόταν οι ευχές και οι έπαινοι το ακολουθούσαν μέχρι να ξαναχαλάσει. Και η διαδικασία συνεχιζόταν.

Κάποτε τελείωνε το κοσκίνισμα (αφού όλοι «μπάλωναν» τη σίτα) κι' άρχιζε το ζύμωμα. Εκεί δεν υπήρχε δυσκολία. (Είχε «μπαλωθεί»  καλά η σίτα προηγουμένως).

Έτσι το ζύμωμα τελείωνε γρήγορα και το ψωμί πήγαινε για ψήσιμο. Απ’ αυτό το ψωμί κρατούσαν προζύμι για την κουλούρα που θα χρησιμοποιούσαν στα προικιά και στο γάμο.

    Στη συνέχεια φαγοπότι, χορός και τραγούδι ως το πρωί. Το κέφι ήταν ανεβασμένο.

    Την άλλη μέρα, την Πέμπτη, είχαν σειρά τα προικιά της νύφης.

Στην ετοιμασία τους έπαιρνε μέρος όλο το χωριό. (Συνήθως οι γυναίκες). Έπρεπε Εδώ να βάλουν όλη την τέχνη τους. Τα προικιά έτσι καλοδιπλώνονταν κι έμπαιναν σε τέτοια σειρά τα χρώματά τους ώστε εντυπωσίαζαν. Με χωρατά, ιστορίες και τραγούδια γινόταν η ετοιμασία αυτή και στο τέλος ο πατέρας της νύφης έδινε την ευχή: «Καλοξεκινημένα, καλορίζικα και καλοφορεμένα».

Την Παρασκευή ξεκινούσαν οι προικιαραίοι. Αυτοί ήταν από το σπίτι του γαμπρού. Συγγενείς του αλλά και άλλοι χωριανοί. Αποστολή τους να φέρουν τα προικιά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό τότε οι προικιαραίοι θα έπρεπε να είναι διαλεγμένοι. Ψηλοί, όμορφοι, καλοντυμένοι, καλοί χορευτές και τραγουδιστές. Έτσι θα έδιναν καλή εντύπωση.

Έπαιρναν μουλάρια, τα στόλιζαν με άσπρα μαντήλια και όμορφες κουβέρτες και ξεκινούσαν με δώρα για το σπίτι της νύφης. Στο δρόμο τραγουδούσαν κι έριχναν ντουφεκιές. Πλησιάζοντας στο σπίτι της νύφης οι ντουφεκιές πύκνωναν. Το τραγούδι ζωντάνευε.

Απ' το σπίτι της νύφης έρχονταν άλλες ντουφεκιές. Άλλα τραγούδια. Ώσπου ανταμώνανε. Τότε αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους. Κουλούρια, τσίτσες με κρασί, μαντήλια, τσουράπια (μάλλινες κάλτσες), πετσέτες προσώπου κ.ά.

Οι κουμπούρες εν τω μεταξύ "δουλεύανε". Το τραγούδι δε σταματούσε.

Η συνέχεια στο τραπέζι με καλό κρέας και γλυκό κρασί. Το γλέντι τρικούβερτο. Οι προικιαραίοι όμως είχαν έρθει για τα προικιά. Δεν τα ξεχνούσαν. Κάποτε έπρεπε να τα πάρουν. Σαν έρχονταν όμως αυτή η ώρα υπήρχε πρόβλημα. Ένας αδελφός της νύφης, συνήθως, καθόταν πάνω στο γιούκο (έτσι λέγονταν τα προικιά όπως ήταν διπλωμένα) και δεν κατέβαινε χωρίς να του τα πληρώσουν.

Ακολουθούσε παζάρι με έξυπνα και χαριτωμένα αστεία ώσπου τον κατάφερναν και τους τα έδινε πληρώνοντας βέβαια κάτι.

Τα φορτώνανε τότε στα μουλάρια και ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Απ' το σπίτι της νύφης χόρευαν και τραγουδούσαν:

Μάνα μου τα πουλιά λαλάνε
τα προικιά μου ξεκινάνε...

Οι προικιαραίοι απαντούσαν:

Έχετε γεια γειτόνισσες
και σεις γειτονοπούλες.

Εμείς τα ρούχα παίρνουμε
και το χωριό δικό σας...

    Κι έφταναν στο σπίτι του γαμπρού. Άλλο φαγοπότι εκεί, άλλα τραγούδια, άλλοι χοροί, άλλα αστεία. Τα προικιά είχαν έρθει...

Την άλλη μέρα, το Σάββατο, ξεκινούσαν να πάνε στο χωριό της νύφης, για το γάμο.

    Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό. Αν ήταν απ’ το ίδιο χωριό ξεκινούσαν την Κυριακή. Επικρατούσε η συνήθεια ο γάμος να γίνεται στο χωριό της νύφης.

Για να γίνει όμως ο γάμος έπρεπε να στολισθεί η νύφη, να ξυριστεί και να ετοιμαστεί ο γαμπρός. Πώς θα πήγαιναν έτσι στο γάμο!...

Το στόλισμα της νύφης - ολόκληρη ιεροτελεστία - το αναλάμβαναν οι συμπεθέρες. Αυτές ήταν συγγένισσες του γαμπρού. Κατά τη διάρκεια του στολισμού της νύφης τραγουδούσαν:

Έλα πατέρα μου ευχήσου με
τώρα στο στόλισμά μου...

    Ο πατέρας της νύφης τότε πήγαινε, την σταύρωνε με ασημένια λεφτά και της ευχόταν καλά στέφανα και να ζήσει ευτυχισμένη. Οι συμπεθέρες συνέχιζαν το τραγούδι:

Έλα μάνα μου ευχήσουμε…
Έλα αδελφέ ευχήσουμε…

Έλα ξάδελφε ευχήσουμε… κ.λπ.

    Ο καθένας με τη σειρά του, σύμφωνα με το τραγούδι, σταύρωνε κι’ ευχότανε τη νύφη.

Και το ξύρισμα του γαμπρού ήταν μια άλλη ιεροτελεστία με άλλους πρωταγωνιστές. “Ο μπερμπέρης" αναλάμβανε το ξύρισμα. Οι υπόλοιποι τραγουδούσαν:

Απ’ αγάλια βρε μπερμπέρη
απ’ αγάλια το ψαλίδι
απ’ αγάλια το ξουράφι
μην κόψεις το Ρηγόπουλο
και μας γελάει η κορασιά.
Φκιάξε τα φλάμπουρα καλά
θα γύρουν ράχες και βουνά
και μας γελάει η κορασιά.

Ο γαμπρός στη διάρκεια του ξυρίσματος κρατούσε ένα πιάτο, που είχε ρύζι, λάδι και κρασί. Περνούσαν τότε ένας ένας, τον σταύρωναν, πετούσαν στο πιάτο χρήματα και του εύχονταν καλά στέφανα και ζωή ευτυχισμένη.

Το τραγούδι που προηγήθηκε όμως, έλεγε: «Φτιάξτε τα φλάμπουρα καλά...»

Σ’ αυτό λοιπόν το στάδιο της τελετής του ξυρίσματος του γαμπρού, ετοιμαζόταν το φλάμπουρο. Συγγενείς του γαμπρού έπαιρναν ένα κοντάρι (μακρύ καλάμι συνήθως για να είναι ελαφρό) και στην κορυφή του, του έβαζαν ένα σταυρό και ένα άσπρο πανί. Στις άκρες του σταυρού έβαζαν τρία μήλα που μέσα είχαν χρήματα. Πάνω στο άσπρο πανί έβαζαν ένα κόκκινο σχοινί σε σχήμα σταυρού και γύρω γύρω στο πανί έραβαν ασημένια λεφτά.

Το  φλάμπουρο ήταν έτοιμο.                                                                                                  

Τότε έφευγαν οι σχαριάτες για να πάρουν τα σχαρίκια από τη νύφη. Μετά «κινούσε το συμπεθερικό». Πρώτος πήγαινε ο φλαμπουριάρης. Ένας νέος ανύπαντρος, που όριζε ο γαμπρός να κρατάει το φλάμπουρο. Ακολουθούσε το συμπεθερικό που τραγουδούσε:

Μια μάνα μια καλόιμανα
παντρεύει τον υιό της
σφάζει τα χίλια πρόβατα
τα πεντακόσια γίδια.

Στο ένα βουνό είναι τα
πρόβατα

στ’ άλλο είναι τα γίδια.
Στη μέση απ’ τα δύο βουνά
δώδεκα μύλοι αλέθουν.
Έξι αλέθουν με νερό
και πέντε με το γάλα.
Ένας μύλος ξερβόμυλος,
αλέθει το πιπέρι,
και πιπεριάζουν το φαΐ,
να φαν’ οι συμπεθέροι.

    Και συνέχιζαν:

Ρηγόπουλο ξεκίνησε
να πάει να στεφανώσει.

Πάνε στον πέρα μαχαλά,
που’ ναι τα σπίτια τα ψηλά,
τα μπαλκονάκια σκαλιστά
τα παράθυρα με γυαλιά.

Το τραγούδι δεν σταματούσε σ’ όλο το δρόμο προς το σπίτι της νύφης. Τα ντουφέκια έπεφταν ασταμάτητα. Οι γκράδες και οι φίστες (ονομασίες παλιών ντουφεκιών), “έπαιρναν φωτιά”. Το κέφι καλά κρατούσε:

Σήμερα άσπρος ουρανός
σήμερα άσπρη μέρα
σήμερα ξεχωρίζεται
μάνα και θυγατέρα.

Σήμερα στεφανώνεται

αϊτός την περιστερά.

Ο ήλιος ήταν ο γαμπρός
και το φεγγάρι η νύφη
και τ' αστεράκια τ’ ουρανού
ήτανε συμπεθέροι.

Κι' αυτός ο καθ’ αυγερινός
ήτανε γι’ αρραβώνα.

    Πλησιάζοντας το συμπεθερικό στο σπίτι της νύφης, τραγουδούσε:

Να παν’ να δουν τα μάτια μου,
πως τα περνάει η αγάπη μου.
Μην βρήκε αλλού κι’ αγάπησε
και μένα με παράτησε.

Ποιος το’ πε δεντρουλάκι μου
πως δε σ’ αγαπάω
πουλάκι μου;

Μην το’ πε ο ήλιος να χαθεί
τ’ άστρι να μην ξημερωθεί.
Μην το’ πε το Ρηγόπουλο
Το κατακιαρατόπουλο.

    Κι’ ενώ πλησίαζαν περισσότερο στο σπίτι τραγουδούσαν:

Κοντοζυγώνω στο χωριό
για μια κοντούλα π’ αγαπώ
και κείνη καρτερεί...

    Και συνέχιζαν:

Εδώ σε τούτ’ τη γειτονιά
δεν πρέπει να’ ναι φεγγάρι
μόν’ πρέπει να’ ναι συννεφιά
κι’ ένα βαρύ σκοτάδι.
Γιατί έχω μια αγαπητικιά
στα σύννεφα κρυμμένη.

Και με τον ήλιο μάλωνε
και με το φεγγάρι λέει:

Για έβγα ήλιε μ’ να σε δω
να λάμψεις και να λάμψω.
Ήλιε μ’ με τις αχτίδες του
μαραίνεις τα χορτάρια,
και γω με τις μορφάδες μου
μαραίνω παλικάρια.

Σαν έφταναν ο φλαμπουριάρης έστηνε το φλάμπουρο στη κορυφή του σπιτιού. Ο αδελφός  του γαμπρού πήγαινε τότε «να ποδέσει τη νύφη» (να της φορέσει τα παπούτσια). Επειδή όμως αυτά ήταν πάντα «μεγαλύτερα» τους έβαζε χρήματα για να «μικρύνουν».

«Σα μεγάλο φαίνεται ακόμη αυτό. Κάτι παίρνει για να ρθει ίσα ίσα»  έλεγαν οι άλλοι. Κι αυτός τότε βοηθούσε κι’ άλλο για να «ποδεθεί η νύφη».

Ο γαμπρός που ήταν καβάλα στο άλογο, κρατούσε τρία μήλα ή ρόιδα και προσπαθούσε να τα πετάξει. Τα κατάφερνε στην τρίτη του προσπάθεια. Το ένα το πετούσε πάνω στο σπίτι της νύφης, το άλλο στον αδελφό της και το τρίτο στον υπόλοιπο κόσμο.

 Ο πεθερός, η πεθερά, η νύφη και τα κουνιάδια «σταύρωναν» στη συνέχεια το γαμπρό.
Του έδιναν και δώρα. Πετσέτες, μαντήλια, κάλτσες κ.ά.

    Επόμενος σταθμός ήταν η εκκλησία. Κατευθυνόμενοι σ’ αυτήν τραγουδούσαν:

Σα δασιά είν’ τα κυπαρίσσια
για αριέφτε τα λιγάκι.

Να διαβεί ο γαμπρός και η νύφη
να διαβούν οι συμπεθέροι.

Στην εκκλησία γινόταν η τέλεση του μυστηρίου. Στο "Ησάία χόρευε" έριχναν τρεις ντουφεκιές .(Προφανώς κάτι συμβόλιζε). Τελειώνοντας το μυστήριο ακολουθούσε ο
χορός. Πρώτη η νύφη. Το τραγούδι έλεγε:

       Πατέρα που μ’ ανέθρεψες  

        σαν κλήμα στην αυλή σου

τώρα που φεύγω μακριά

δώσε μου την ευχή σου.

Ώρα καλή παιδάκι μου

ώρα καλή παιδί μου.

Όλου του κόσμου τ’ αγαθά
κι' εσύ να τ’ αποκτήσεις.

Το χορό συνέχιζε ο γαμπρός, ακολουθούσε ο κουμπάρος και οι υπόλοιποι στη συνέχεια..

Όταν αυτό τελείωνε ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα νιόγαμπρο πήγαιναν καβάλα σε άσπρα άλογα.

Αν η νύφη έφευγε για μακρινό χωριό τραγουδούσανε:

Ετοιμάσου γλήγορα λυγερή
γιατί είν’ η στράτα αλαργινή.

Χαιρέτα τον πατέρα σου,
χαιρέτα τη μανούλα σου,
χαιρέτα αδέλφια και ξαδέλφια,
θειάδες και μπαρμπάδες.

Χαιρέτα τις γειτόνισσες

και τις γειτονοπούλες.

    Και συνέχιζαν:

Έχετε γεια γειτόνισσες
και σεις γειτονοπούλες.

Εμείς τη νύφη παίρνουμε

και το χωριό δικό σας.

Η πομπή τραγουδούσε ασταμάτητα, κατευθυνόμενη στο σπίτι του γαμπρού. Οι ντουφεκιές αχολογούσαν.

Το τραγούδι έλεγε - από το σπίτι του γαμπρού τώρα:

Καλώς τ’ ασκέρι που’ ρχεται
τ’ ασημοφορεμένο

και το φλουρί ντυμένο.

Συμπεθέροι μου καλοί

γιατί αργήσατε πολύ;

Ήταν η νύφη μας μικρή
κι’ άργησε να στολιστεί.

Είχε ραφτιάδες που’ ραφταν

κεντούσες που κεντούσαν.

Έφταναν στο σπίτι. Η νύφη, που ήταν ακόμη καβάλα στο άλογο, πετούσε στον
κόσμο τρία μήλα ή ρόιδα.

Το τραγούδι έλεγε:

Πέτα μήλο πέτα ρόϊδο
δεν πεζεύω καμαρώνω
καρτερώ τον πεθερό μου
να μου τάζει.

Ο πεθερός τότε πήγαινε για “να βοηθήσει” στο ξεπέζεμα της νύφης. Αυτό βέβαια δε γινόταν χωρίς τάξιμο. Το τραγούδι άλλωστε το έλεγε. Έτσι κάποιο χωράφι ή κάτι άλλο «βοηθούσε»  τη νύφη να ξεπεζέψει.

Σειρά τώρα (στις προσφορές) είχε η πεθερά κι ας μην το 'λεγε το τραγούδι. Αυτή πρόσφερε στη νύφη μια κουλούρα στολισμένη με τριαντάφυλλα, βασιλικούς και άλλα λουλούδια. Μέσα η κουλούρα είχε ασημένια φλουριά. Την έπαιρνε η νύφη και την έσπαζε στο κεφάλι της. Το πρώτο κομμάτι πήγαινε στο γαμπρό. Τα υπόλοιπα τα έριχνε στον κόσμο. Οι ανύπαντροι και οι ανύπαντρες προσπαθούσαν να πιάσουν κάποιο απ’ αυτά, γιατί πίστευαν ότι θα παντρεύονταν.

Μετά απ’ αυτά η νύφη πλησίαζε στην πόρτα του σπιτιού. Εκεί την περίμενε κάποιος που κρατούσε μια κληματόβεργα κι ένα τσεκούρι κι έλεγε:

-Κόβω, κόβω.

-Τι κόβεις; (Ρωτούσε κάποιος άλλος)

-Της νύφης τη φτέρνα.

        Αυτό επαναλαμβανόταν τρεις φορές. Προφανώς κάτι συμβόλιζε.

Στο πέρασμα της πόρτας η νύφη πατούσε πάνω σε σίδερο για να είναι “σιδερένια”. Η πεθερά πρόσφερε στο ζευγάρι μέλι και καρύδια ενώ ο κόσμος τραγουδούσε:

Γλυκό γλυκό είναι το μέλι
το μέλι και το καρύδι,

γλυκότερη είναι η νύφη μας
κι απ' το μέλι κι απ’ το καρύδι.

Στη συνέχεια έφερναν ένα ή περισσότερα ταψιά με πίτα. Η νύφη την έκοβε και τη μοίραζε στον κόσμο. Ένα μικρό παιδί τότε πρόσφερε στα νιόπαντρα καφέ.
Το τραπέζι ήταν έτοιμο. Ακολουθούσε φαγοπότι και γλέντι ως το πρωί. Αυτό το γλέντι ήταν και το αποκορύφωμα του ξεφαντώματος.

Η νύφη σ’ όλη τη διάρκεια αυτού του γλεντιού φορούσε το νυφικό της. Πρώτη έμπαινε και στο χορό. Το τραγούδι συνέχιζε:

Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.

Το έρημο τα’ αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους κάμπους με τον αετό.
Άντρα μου πολίτη πραματευτή,
που τη βρήκες αυτή τη νια,
την ξανθομαλλούσα την πατρινιά;

Απ' την πόλη ερχόμουνα
και απ’ τα νησιά.

Στην πόρτα της επέρασα
τα βασιλικούδια πότιζε,

τις μαντζουράνες εδρόσιζε.

Έκοψε κλωνάρι και μου 'δωσε
μου 'πε κι ένα λόγο

και μ' άρεσε.

Για το τραπέζι του γάμου συνέδραμαν όλοι οι χωριανοί. Εφερναν πίτες, κρασί, κουλούρες, Ψωμί, κρεμμύδια, κρέας, πιάτα, κουτάλια κ.λπ.

Έτσι, στην ώρα τους ήταν έτοιμα δύο ως τρία καζάνια με στυφάδο, άλλο με κρέας και πατάτες ή μακαρόνια.

Για το στυφάδο χρησιμοποιούσαν κρέας από τις γίδες που δεν έβγαζαν χειμώνα- όπως χαρακτηριστικά έλεγαν - το οποίο ήταν άπαχο και σκληρό. Το κρασί ήταν καινούργιο μιας και ήταν φθινόπωρο, (οι γάμοι γινόντουσαν τότε κυρίως), και ήταν ευκαιρία για να το
δοκιμάσουν.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα, που είχε σχέση με το τραπέζι του γάμου, ήταν «του νουνού το πεσκέσι».

Ένα ψητό αρνί που πρόσφερε ο νουνός, το στόλιζαν με λουλούδια, (μαντζουράνες, βασιλικούς κ.α.) Στο λαιμό του, του έβαζαν κουδούνια και στο στόμα μια κλιματόβεργα κι' ένα λάχανο. Οι πιο κωμικοί του χωριού τότε το περιέφερναν κι' έλεγαν πως αυτό το θηρίο, (έτσι το παρουσίαζαν), έκανε ανυπολόγιστες ζημιές. Αναζητούσαν λοιπόν τον αφέντη του.

Αυτός δεν ήταν άλλος απ' τον νουνό. Πλήρωνε τις ζημιές ο νουνός και τους έδινε την άδεια να το κομματιάσουν. Να όμως που υπήρχε κι' άλλο πρόβλημα. Τα μαχαίρια δεν έκοβαν. Κι' έπρεπε να τροχιστούν με «ακόνια». Έτσι αρχίζανε οι παρακλήσεις για «ακόνια».

Ανάλογα με την αξία τους… «τα ακόνια», πενηντάρικα, εκατοστάρικα, τα διαφήμιζαν και προσπαθούσαν να σφάξουν το αρνί. Μα το μαχαίρι γρήγορα στόμωνε (δεν έκοβε) και
αρχίζανε νέες προσφορές:

- Πάρι ετούτου, τ' όχου απ’ τον παππούλη μ'.

-Καλώς όρισ' τ' ακόνι απ' τον..(έλεγαν τ' όνομά του οι κωμικού και το διαφήμιζαν ανάλογα) .

    Με την προσφορά των ακονιών σιγά σιγά κομματιάζονταν το θηρίο, ενώ το τραγούδι εξακολουθούσε:

Του νουνού μας το πισκέσι

απ' την Πόλη ένι φιρμένο

και στη Σύρα διαβασμένο...

Ενώ αυτό το έθιμο λάβαινε μέρος, μια γυναίκα παντρεμένη περνούσε από κάθε τραπέζι. Έπαιρνε να μαντήλι και το πετούσε στο γαμπρό ή στο νουνό.

Οι υπόλοιποι τραγουδούσαν:

Του γαμπρού μας (ή νουνού μας) η σακούλα
ρίγλα ρίγλα είναι γιομάτη
αλλού ασήμι κι' αλλού χρυσάφι...
    Ο νουνός κι' ο γαμπρός έπαιρναν το μαντήλι, έβαζαν μέσα λεφτά και το ξανάδιναν. Πολλές φορές όμως αντί για λεφτά, έβαζαν κρέας ή κόκαλα.
    Ο ενθουσιασμός, τα ασταμάτητα γέλια, οι χαρούμενες φωνές, ο χορός και το τραγούδι συνεχίζονταν ως το πρωί:

Εδώ σε τούτο το τραπέζι

που τρων οι συμπεθέροι

κάθονταν τρία πουλάκια.

Τό 'να τρώει,, τ' άλλο πίνει

τ' άλλο αηδολογεί και λέει:

Σ' όσα συμπεθερικά κι αν πήγα

τέτοια νιόπαντρα δεν είδα.

Είναι η νύφη ντολπεράκι

κι ο γαμπρός περιστεράκι.

Κι οι συμπεθέρες του γαμπρού μας 

σαν την πούλια τ' ουρανού μας.

Το γλέντι τελείωνε το πρωί της Δευτέρας. Η νύφη τότε άλλαζε ρούχα κι' έφτιαχνε καφέ στους συμπεθέρους. Στη συνέχεια μ' ένα μικρό παιδάκι πήγαινε για νερό στη βρύση
και την "κερνούσε" λεφτά.

Ακολουθούσε για το καινούργιο ζευγάρι «ο μήνας του μέλιτος». Από στόμα σε στόμα έχουν μείνει διάφορα περιστατικά:

Ένα λέει πως το πρώτο βράδυ του γάμου είπαν στη νύφη να πάει να «στρώσει» για να κοιμηθούν. Αυτή ούτε να ακούσει. Αρνιόταν επίμονα. Τελικά με τα πολλά την κατάφεραν και πήγε. Οπότε το επόμενο βράδυ νωρίς νωρίς η νύφη ακούστηκε να λέει: «Πάω ιγώ (εγώ). Καρτηρεί (περιμένει) ου άλλους".

    Ένα άλλο λέει για έναν Βασίλη. Αυτός είχε αρραβωνιαστεί. Όταν πήγαν όμως να πάρουν τη νύφη δεν τη βρήκαν. Αυτή είχε φύγει για τον κάμπο. Κι' έμεινε το δίστιχο:

«Ο Βασίλης κάνει γάμο

κι' η Βασίλω πάει στον κάμπο».

Αυτά είναι λίγα από τα ήθη και έθιμα που τηρούσαν στο γάμο του παλιού καιρού. Δεν ήταν δυνατόν να καταγραφούν όλες οι λεπτομέρειές του και κυρίως όλα εκείνα τα όμορφα τραγούδια που τον συνόδευαν.

Θα ήταν ανεπίτρεπτη παράλειψη να μην αναφερθούν εδώ τα ονόματα όσων συνέβαλαν στη συγκέντρωση όλων αυτών.

Σημαντική ήταν η βοήθεια της Αλεξάνδρας Γ. Μουτογιάννη, κυρίως στη συγκέντρωση των τραγουδιών, καθώς και του Αναστασίου Γ. Παπαστάθη στη συγκέντρωση πολλών στοιχείων. Επίσης πολύτιμη στάθηκε η βοήθεια του βιβλίου του Γιάννη Α. Βράχα "Απ’  τα Δολιανά και την Κοντίβα".

Σ' όλους αυτούς ανήκει ένα μεγάλο ευχαριστώ. Αντί αυτού όμως κι' επειδή δε βρίσκεται κανένας τους σήμερα στη ζωή, η παρούσα εργασία αφιερώνεται με πολλή αγάπη στη μνήμη τους. Αυτά που είπαν ή έγραψαν θα την κρατούν ζωντανή στο πέρασμα του
χρόνου.

Η παρούσα εργασία με τίτλο « ο γάμος του παλιού καιρού»  δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Χωριάτικοι Αντίλαλοι». (Από το τεύχος 77  ως το  τεύχος 82).

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου